habitación
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Spanish > Greek
αὐτοκιβώτιον, ἕδρα, δωμάτιον, γυναικεῖος, ἐνοικητήριον, ἐγκοίμησις, ἑδώλιον, δόμος, αὐλή, διατριβή, ἑδραῖος, δίαιτα, ἀναστροφή