προσονομάζω
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
A call by a name, θεοὺς π. σφεας ἀπὸ . .give them the name θεοί, Hdt.2.52; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arist.Cael.270b22; νεὼν π. Διὸς Ὀλυμπίου LXX 2 Ma.6.2; ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Plu.Thes.36, cf. OGI56.22 (Canopus, iii B.C.), 90.39(Rosetta, ii B.C., both Pass.); Dor. ποτονομάζω, -άζοντας Ἀλκεσίππεια calling the games A., SIG631.5 (Delph., ii B.C.):—Aeol. Pass., εὐεργέταν προσονυμάσδεσθαι IGRom.4.1302.7 (Cyme, i B.C./i A.D.). 2 Pass., to be surnamed, Σαρᾶτος Ζωΐλου προσωνομασμένου Ἀμόϊτος POxy.1648.68 (ii A.D.).