προστυχής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A engaged in or acquainted with, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Pl.Plt.264c; π. [τῇ στερεομετρίᾳ] γεγονότες Id.Epin.990e; τῷ βίῳ ib.973c, etc.; π. γίνεται,= προστυγχάνει, Id.Lg.955d. Adv. -χῶς by chance, Numen. ap. Eus.PE14.5.