oriental
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. βάρβαρος, P. βαρβαρικός.
Spanish > Greek
ἀπηλιωτικός, ἀμφήλιος, ἀντόλιος, ἐξαπηλιωτικός, δαρέτιος, Δαρεῖος, ἀνατολικός, ἀντήλιος