ῥακτήριος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
α, ον, (ῥάσσω)
A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802. II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699. III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch. IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.