deforme
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Spanish > Greek
ἀσχήμων, δυσειδής, διάμορφος, δυσμορφής, ἐκμετάβλητος, ἄμορφος, δυσπρόσωπος, αἰσχρός, δύσμορφος, δυσπρεπής, ἐκμελής, ἐξάνθρωπος, διάστροφος