glotón
From LSJ
Spanish > Greek
ἀδηφάγος, γάστρων, γαστρίμαργος, ἐνθεσίψωμος, ἐνθεσίδουλος, δουλογάστριος, γλίσχρων, γαστροβόρος, γαστερόπληξ, ἀριστητικός, ἀριστητής, γάστωρ, γάστρις, βορός
ἀδηφάγος, γάστρων, γαστρίμαργος, ἐνθεσίψωμος, ἐνθεσίδουλος, δουλογάστριος, γλίσχρων, γαστροβόρος, γαστερόπληξ, ἀριστητικός, ἀριστητής, γάστωρ, γάστρις, βορός