Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
adj.
P. ἀναφής. Shadowy: P. σκιοειδής, V. ἀμαυρός.
ἀναφής, ἄναπτος, ἀψηλάφητος