ἀψηλάφητος
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
[λᾰ], ον,
A not tried or not tested, Plb.8.19.5.
II untouched, Hsch.; Glossaria on ἄψαυστος, Id.
Spanish (DGE)
-ον
1 no probado, no atestiguado ὁ γὰρ Βῶλις οὐθὲν ἀψηλάφητον εἶχε τῶν ἐπινοηθέντων ἂν εἰς τοῦτο τὸ μέρος Plb.8.19.5
•no tocado, intacto Hsch.s.u. y s.u. ἄψαυστον.
2 que no se puede tocar, intocable, impalpable τὸν σίδηρον ἀψηλάφητον ποιεῖ τοῦ πυρὸς ἡ συνάφεια Nil.M.79.457B, βάτος Sch.Pi.O.6.87 Böckh, θάνατος Melit.Pasch.156
•fig. intangible de Dios, Ign.Pol.3.2, de los ángeles ἀ. σχῆμα Chrys.M.50.786, de Cristo οὐσία Phot.Bibl.252a.
German (Pape)
[Seite 421] nicht betastet, nicht versucht, Pol. 8, 21.
Russian (Dvoretsky)
ἀψηλάφητος: (λᾰ) неиспробованный: οὐδὲν ἀψηλάφετον ἔχειν Polyb. испробовать решительно все.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψηλάφητος: -ον, ἀνέπαφος, Πολύβ. 8. 21, 5.
2) ἄθικτος, μὴ ψηλαφητός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
και αψηλάφιστος, -η, -ο (AM ἀψηλάφητος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να αγγίξει.
Translations
untouchable
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: intouchable; German: unantastbar; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀθίγγανος, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀπρόσψαυστος, ἀπροσπέλαστος, ἀψηλάφητος; Hungarian: érinthetetlen; Italian: intoccabile; Polish: niedotykalny; Portuguese: intocável; Russian: неприкасаемый, неприкосновенный; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: intocable; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని