Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
adj.
P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος, (rare P.).
δυσεργής, δυσδιαπόρευτος, δυσήνυτος, ἄπορος, ἄβατος, ἀπειθής