σιτέω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
part. gen.
A σιτεόντων Hp.Nat. Hom.9 (v.l. σιτευμένων): aor. 1 part. σιτήσας Hsch.:—elsewh. σιτέομαι, Ion. impf. σιτέσκοντο Od.24.209: fut. σιτήσομαι Ar.Nu.491, Pax 724, Arist.Mu.400b19: aor. ἐσιτήθην IG5(1).51.1 (Laconia); poet. σιτήθην Theoc.9.26: (σῖτος):—take food, eat, κλίσιον ἐν τῷ σιτέσκοντο Od. l.c., cf. Hdt.1.94, 133, Pl.Ap.36d; οἱ ἐν τῷ Μουσείῳ σιτούμενοι BGU73.4 (ii A.D.), etc. 2 c. acc., feed on, eat, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι, Hdt.1.200,202, cf. 71; ἐλπίδας A.Ag.1668; ἀπομαγδαλιάς Ar.Eq.414; τὴν σοφίαν Id.Nu. l.c.; ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτ X.Cyr.8.2.3; κρέας σ. Theoc. l.c. 3 eat of, ἀπό τινος Hld.2.23; τινι Scymn.854.