σκεπεινός
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ή, όν,=
A σκεπανός, σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; ἐν τοῖς σ. in the sheltered places, LXX Ne.4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός PHolm.11.39.