purificador
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Spanish > Greek
ἅγνισμα, ἁγνιστικός, ἁγίτης, ἁγνιστής, ἀγήλατος, ἁγνόπολος, διασμηκτικός, διακαθαρτικός, ἁγνίτης, ἁγνοποιός, ἐλατήριος