σπειράομαι
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
(σπεῖρα) Pass.,
A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.