Full diacritics: στᾰδιαῖος | Medium diacritics: σταδιαῖος | Low diacritics: σταδιαίος | Capitals: ΣΤΑΔΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: stadiaîos | Transliteration B: stadiaios | Transliteration C: stadiaios | Beta Code: stadiai=os |
α, ον, (στάδιον)
A a stade long, deep, or high, σ. βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σ. δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.