vísceras
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Spanish > Greek
ἐνδοσθίδια, ἐγκοίλιος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐντόσθιος, ἔνδορα, ἔνδρατα
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
ἐνδοσθίδια, ἐγκοίλιος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐντόσθιος, ἔνδορα, ἔνδρατα