ἐντόσθιος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντόσθιος Medium diacritics: ἐντόσθιος Low diacritics: εντόσθιος Capitals: ΕΝΤΟΣΘΙΟΣ
Transliteration A: entósthios Transliteration B: entosthios Transliteration C: entosthios Beta Code: e)nto/sqios

English (LSJ)

ἐντόσθιον,
A intestinal, ἕλμιθες Lyd.Ost.32: but mostly,
II Subst. ἐντόσθια, τά, inwards, entrails, Arist.PA685a3, Ti.Locr.100b: —also ἐνδόσθια, LXX Ex.12.9, al., Hsch., EM345.21.

Spanish (DGE)

-ον
1 intestinal ἕλμινθες Lyd.Ost.32.
2 subst. τὰ ἐντόσθια partes internas de los cefalópodos, Arist.PA 685a3
vísceras, entrañas humanas, Artem.1.44, Tat.Orat.12.3, Aët.9.30, de animales Phys.B 297.1, ὁ πνεύμων πάντων τῶν ἐντοσθίων λεπτότατον ἔχει τὸν ὑμένα Hippiatr.7.6; cf. ἐνδόσθιος.

Greek Monolingual

(AM ἐντόσθιος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια
1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα του ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά
2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται
3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)
2. εντερικός.