στρατοπεδευτικός
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ή, όν,
A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός | Medium diacritics: στρατοπεδευτικός | Low diacritics: στρατοπεδευτικός | Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: stratopedeutikós | Transliteration B: stratopedeutikos | Transliteration C: stratopedeftikos | Beta Code: stratopedeutiko/s |
ή, όν,
A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.