στωϊκός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, (στοά)
A of a colonnade or porch: hence, Stoic (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη), οἱ τῆς Σ. αἱρέσεως ἡγεμόνες D.H. Comp.2, cf. Str.13.1.57, 14.6.3; ἡ Σ. Phld.Rh.2.227S., D.L.6.14; οἱ Σ. the Stoics, Phld.Rh.2.296S., cf. IG3.1359, D.L.7.5; οἱ Σ. φιλόσοφοι Act.Ap.17.18. (Στοϊκός in AP9.496 (Athenaeus).)