συγκλονέω
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
A dash together, confound utterly, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Il.13.722; νέας AP9.755; ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι... σ. Eus.Mynd.12; τοὺς καρπούς EM378.48; of concussion of joints, Gal.7.185.