συμμένω
From LSJ
English (LSJ)
A hold together, keep together, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Arist.Metaph.1077a24; of an army, Th.7.80, Isoc.4.148, D.8.46; of two states, οὕτω . . μάλιστα συμμένοιμεν ἄν X.HG7.1.2; of persons, PAmh.2.124.1 (ii A.D.). 2 of treaties or agreements, hold, stand fast, continue, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Hdt.1.74; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Th.1.18; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν Id.8.73; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Pl.Phdr.232b, cf. Arist.EN1133a12; τῷ ἀντιποιεῖν . . σ. ἡ πόλις ib.1132b34: cf. μένω 1.5.