ἱεράκειος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
α, ον,
A of a hawk, πρόσωπον Porph. ap. Eus.PE3.12.
German (Pape)
[Seite 1240] habichtähnlich, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράκειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἱέρακα ἢ ὅμοιος αὐτῷ, πρόσωπον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 116D.