ἀσιτία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A want of food, Hdt.3.52, E.Supp.1105 (both pl.). II abstinence from food, Hp.Acut.34, Arist.EN1180b9. 2 want of appetite, Hp.Aph.7.6.
German (Pape)
[Seite 370] ἡ, das Fasten, Eur. Suppl. 1105; Her. 3, 52; Arist. Eth. 10, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑτία: Ἰων. ίη, ἡ, ἔλλειψις τροφῆς, Ἡρόδ. 3. 52, Εὐρ. Ἱκ. 1105, ἀμφότερα κατὰ πληθ. ΙΙ. ἀποχὴ ἀπὸ τροφῆς, νηστεία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15. 2) ἔλλειψις ὀρέξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manque de nourriture;
2 abstinence, diète.
Étymologie: ἄσιτος.
Spanish (DGE)
(ἀσῑτία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.7.6, Hdt.3.52
1 carencia de alimentos, ayuno ἰδών μιν ... ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα οἴκτιρε Hdt.l.c., ἀσιτίαις ... ἀποφθερῶ E.Supp.1105, στρατιώτας ἐν ἀσιτίᾳ ... γεγονέναι D.S.19.32, τοῦτο ἐκ τῆς ἀσιτίας ἠσκήκει D.C.72.8.4, τροφῆς ἀ. Lyd.Mag.3.72, del ayuno religioso τὰς τῶν ἀσιτιῶν ἐπιγύσεις ποιεῖσθαι Eus.HE 5.23.1, cf. M.24.700B, Cyr.Al.M.71.348D
•medic. ayuno, dieta Hp.Acut.34, Arist.EN 1180b9.
2 medic. inapetencia, anorexia ἐν νούσῳ πολυχρονίῃ ἀ. ... κακόν Hp.Aph.7.6, cf. Act.Ap.27.21, Plu.2.132e, Hsch.
English (Strong)
from ἄσιτος; fasting (the state): abstinence.