διό

Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

Conj., for δι' ὅ,

   A wherefore, on which account, Pl.R.358d, etc.; διὸ δή Th.2.21, Pl.Cra.412a, al.; διὸ καί, διὸ δὴ καί, Id.Phdr.258e, Smp. 203c; διόπερ Th.1.71, 120, 8.92, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διό: σύνδεσμος, ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ ἕνεκα, Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ ὅπερ Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, διότι, Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. διότι.

French (Bailly abrégé)

adv.
p. δι’ ὅ;
c’est pourquoi, par suite.
Étymologie: διά, ὅ de ὅς.

Spanish (DGE)

1 conj. por eso, por lo cual, por lo que δ. ἐξήλασέ μιν ὁ Ἵππαρχος Hdt.7.6, cf. Gorg.B 11a.15, Pl.R.358d, Hp.VM 1, Genit.2, IGBulg.12.388bis.16 (Apolonia II a.C.), PTor.Choachiti 11.40 (II a.C.), Eu.Matt.27.8, Act.Ap.15.19, Plu.2.41e, 676b, SB 13291.16 (II d.C.), Stud.Pal.20.129.13 (V d.C.)
anticipando una or. final διὸ ὑμέας νῦν ἐγὼ συνέλεξα, ἵνα ... Hdt.7.8α, διὸ γράφομεν ὑμεῖν ἵν' εἰδῆτ(ε) PDub.6.13 (I d.C.), διὸ ἐδ[ηλώσαμεν καὶ] σοὶ ὅπως ... POxy.3618.15 (IV d.C.)
reforzada c. otras partíc. δ. καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Pl.Phdr.258e, cf. Arist.Pol.1301b39, Ath.3.6, Thphr.Ign.63, PCair.Zen.15ue.34 (III a.C.), Plb.3.49.10, D.S.11.81, AP 7.744 (D.L.), δ. δὴ πολυχρόνιος ἡ νοῦσος Hp.Morb.Sacr.11, δ. δὴ ... δεῖ ... ὀνομάζειν Pl.Cra.412a, cf. AP 7.105 (D.L.), δ. δὴ καὶ ὁ μέν τις ... Pl.Phd.99b, cf. Smp.203c, Plb.10.18.14, 12.14.6
en cláusulas c. inf. δ. καὶ καλεῖσθαι τὸν Διόνυσον πανταχοῦ ἰατρόν Mnesith.Ath.41.14, δ. ἀπὸ τοῦ νῦν σὲ τὴν Τετσεῖριν κρατεῖν ... POxy.3638.17 (III d.C.).
2 v. διόπερ.

English (Strong)

from διά and ὅς; through which thing, i.e. consequently: for which cause, therefore, wherefore.