καταναρκάω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1365] eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen, τινός, N. T. – Pass. ganz erstarren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταναρκάω: ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι πρός τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ σῶμα Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
employer un narcotique contre ; rendre lourd, accabler, plonger dans la torpeur ; Pass. être plongé dans la torpeur.
Étymologie: κατά, ναρκάω.
English (Strong)
from κατά and narkao (to be numb); to grow utterly torpid, i.e. (by implication) slothful (figuratively, expensive): be burdensome (chargeable).