Greek (Liddell-Scott)
τοὔνομα: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὄνομα, οὕς κεν ἐῢ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην Ἰλ. Ρ. 235 (Spitzn. καί τ’ οὔνομα).
French (Bailly abrégé)
crase p. τὸ ὄνομα.
English (Autenrieth)
τὸ ὄνομα.
English (Strong)
contraction for the neuter of ὁ and ὄνομα; the name (is): named.