χρονοντούλαπο

From LSJ
Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το, Ν
αρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» — η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].