χρονοντούλαπο

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

το, Ν
αρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» — η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].