ψωνίζω

From LSJ
Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

και ψουνίζω Ν
1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)
2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα του δρόμου για να διασκεδάσω
3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» — τρελαίνομαι
β) «ψωνίζω από σβέρκο» — βλ. σβέρκος
γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»
ειρων. πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψωνίζω < ὀψώνης «αγοραστής τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].