ψάκαλος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
ου (ὁ) :
petit nouveau-né d’un animal.
Étymologie: cf. ψακάς.
ὁ, Α
ψάκαλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψάκαλον].