ψάκαλος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit nouveau-né d'un animal.
Étymologie: cf. ψακάς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ψάκαλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψάκαλον].

Russian (Dvoretsky)

ψάκαλος:детеныш (ср. ψακαλοῦχος).