ωοθυλάκιο
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
το, Ν
ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien].