χωράρχης

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

German (Pape)

[Seite 1387] ὁ, Herr des Landes, B. A. 316.

Greek (Liddell-Scott)

χωράρχης: -ου, ὁ, ὁ κύριος, δεσπότης, διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
κύριος, δεσπότης, άρχοντας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης].