ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
-άω, Νλεπτολογώ («μην το ψιλολογάς τόσο το θέμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -λογώ].