ψιλολογώ

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
λεπτολογώ («μην το ψιλολογάς τόσο το θέμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -λογώ].