ψευδομαρτύριον

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

German (Pape)

[Seite 1394] meistens im gen. ψευδομαρτυρίου δίκη, Klage wegen falsches Zeugnisses, häufiger ψευδομαρτυριῶν, Aesch.; aber auch im plur., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις, wie Plat. Theaet. 148 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
seul. au gén. sg. ψευδομαρτυρίου δίκη ATT poursuite pour faux témoignage ; c. ψευδομαρτυρία.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η ψευδομαρτυρία
2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» — καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, -έω)].