ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-η, -ο, Ν(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βλέφαρο (πρβλ. καλλι-βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.