ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + παντρεύομαι].