αδαμαντοδέτης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].