αδρόμισθος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁδρόμισθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή
αρχ.
αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + μισθός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία].