ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἁγνόστομος, -ον (Μ)αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + στόμα.