τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-ή, -ό αγενής1. αγενής, βάναυσος, πρόστυχος2. πλεονέκτης3. λαίμαργος, αδηφάγος.