αδίστακτος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (AM ἀδίστακτος, -ον) διστάζω
αρχ.-νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιβολίες, αναμφίβολος, σίγουρος, βέβαιος.