αδικαιολόγητος
From LSJ
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδικαιολόγητος, -ον) δικαιολογῶ
αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει κανείς
2. ο ασυγχώρητος.