αγρόκτημα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το
ενιαία γεωργική έκταση, η οποία είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να περιλαμβάνει κτηριακές εγκαταστάσεις, όπως, λογουχάρη, την κατοικία του ιδιοκτήτη, καθώς και διάφορα παραρτήματα, αποθηκευτικούς χώρους, στάβλους κ.λπ.