ακριβόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το
ακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + μέτρο.
ΠΑΡ. ακριβομετρώ].