αισιόδοξος
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής
2. αίσιος, ευνοϊκός
«αισιόδοξη προοπτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + -δοξος < δόξα
απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).
ΠΑΡ. aισιοδοξία, αισιοδοξώ].