αισιόδοξος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής
2. αίσιος, ευνοϊκός
«αισιόδοξη προοπτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + -δοξος < δόξα
απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).
ΠΑΡ. aισιοδοξία, αισιοδοξώ].