αίσιος
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α αἴσιος, -ία, -ιον)
αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς)
νεοελλ.
(για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος
αρχ.
κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἶσα βλ. λ..
ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι.
ΣΥΝΘ. εξαίσιος
αρχ.
ἐναίσιος, καταίσιος, παραίσιος
μσν.
αἰσιομήτης
νεοελλ.
αισιομανής, αισιοφρονώ, αισιόφρων].