ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
αἰολόδωρος, -ον (Α)αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.