λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
ακυρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγω
πιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].